- αδελφάκι
- τοβλ. αδελφός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδελφάκι — και αδερφάκι, το [αδελφός] 1. μικρός αδελφός ή αδελφή 2. ο αδελφός ή η αδελφή χαϊδευτικά 3. φίλος αγαπητός σαν αδελφός, οικείος … Dictionary of Greek
αδελφέλι — και αδερφέλι, το [αδελφός] το αδελφάκι* … Dictionary of Greek
αδελφίδιον — ἀδελφίδιον, το (Α) (υποκορ. τού ἀδελφός*) αδελφάκι … Dictionary of Greek
φρατέλος — ο, Ν ειρων. Ιταλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fratello «αδελφός, αδελφάκι»] … Dictionary of Greek
αδελφός — ή, ό αδελφικός, στενά συνδεμένος: Η Αίγυπτος και η Συρία είναι αδελφές χώρες. – Ζητούσε, όπως έλεγε, αδελφή ψυχή. αδελφός, ο και αδερφός, ο θηλ. ή και αδέρφι, το (υποκορ. αδελφάκι και αδερφάκι, το) 1. αυτός που έχει και τους δυο γονείς ή μόνο τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)